- ὀστρειογραφής
- ὀστρειογρᾰφής, ές,A purple-painted, Mamerc. ap. Plu.Tim.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οστρειογραφής — ὀστρειογραφής, ές (Α) βαμμένος με πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρειον + γραφής (< γραφή < γράφω), πρβλ. χρυσο γραφής] … Dictionary of Greek
ὀστρειογραφεῖς — ὀστρειογραφής purple painted masc/fem acc pl ὀστρειογραφής purple painted masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)